- συνηκολουθηκότως
- συνηκολουθηκότως, Adv.A by way of consequence, consistently, Chrysipp.Stoic.2.257.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνηκολουθηκότως — by way of consequence indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηκολουθηκότως — Α επίρρ. ως αποτέλεσμα, ως επακόλουθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συνηκολουθηκώς, ότος τού συνακολουθῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek